- τημέλει
- τημελέωtake care ofpres imperat act 2nd sg (attic epic)τημελέωtake care ofimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τημελεῖ — τημελέω take care of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) τημελέω take care of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) τημελής careful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τημελής careful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek